διομολογια

διομολογια
    διομολογία
    δι-ομολογία
    ἥ Isae., Arst. = διομολόγησις См. διομολογησις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διομολογια" в других словарях:

  • διομολογία — διομολογίᾱ , διομολογία agreement fem nom/voc/acc dual διομολογίᾱ , διομολογία agreement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διομολογία — διομολογία, η (Α) [διομολογώ] διομολόγησις …   Dictionary of Greek

  • διομολογίας — διομολογίᾱς , διομολογία agreement fem acc pl διομολογίᾱς , διομολογία agreement fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διομολογίαν — διομολογίᾱν , διομολογία agreement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»